- άμοιαστος
- -η, -ο (Μ ἄμοιαστος)1. αυτός που δεν μοιάζει ή δεν έμοιασε με κάποιον άλλον2. αταίριαστος, απίθανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μοιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμοιαστος — η, ο αυτός που δε μοιάζει σε κάποιον άλλο: Τόσο άμοιαστα αδέρφια δεν έχω ξαναδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)